ἀπόλυτος

ἀπόλυτος
ἀπό-λῠτος, ον,
A loosed, free, Plu.2.426b; ἀ. ψυχαί souls at large before being embodied, Porph. ap.Stob.1.49.40;

ἀ. θεοί Dam.Pr.351

, cf. Procl.inCra.p.74 P.
2 absolute, unconditional, Arr.Epict.2.5.24, S.E.M.8.273, Plot.6.1.18 and 22. Adv.

-τως S.E.M.8.161

, Men.Rh.p.434 S., Lyd.Mens.4.7; opp. κατὰ σχέσιν, Procl.in Prm.p.733 S.
3 τὸ ἀ. the positive degree of comparison, Hdn.Fig.p.85 S., Sch.Ar.Av.63.
4 ἀ. χάραγμα independent coinage of Alexandria, Just.Edict.11, POxy. 1448 (vi A. D.).
5 Rhet., unfinished, μερισμός, e.g. μέν not folld. by δέ, Hermog.Id.2.7.
b ἀ. χαρακτήρ loose, unconstrained style, Aphth.Prog.11.
6 Medic., = ἀπολελυμένος (ἀπολύω c. 11.1), Heliod. ap. Orib.46.14.2, Ruf.Syn.Puls.3.4. Adv. -τως ib.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόλυτος — loosed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • απολυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. λυμένος, αμολημένος: Πολλές φορές ξεχνούσε κι άφηνε απολυτό το σκύλο του. 2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτό είδος λαϊκού τραγουδιού και χορού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόλυτος — η, ο επίρρ. α 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, απεριόριστος: Η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι το αδύνατο. 2. (φιλοσ.), το ουδ. ως ουσ., το απόλυτο το αυτοτελές, το τέλειο, το άπειρο, αυτό που υπάρχει μόνο για τον εαυτό του: Ο Θεός είναι το απόλυτο, όλα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολύτως — ἀπόλυτος loosed adverbial ἀπόλυτος loosed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλυτον — ἀπόλυτος loosed masc/fem acc sg ἀπόλυτος loosed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτοις — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτου — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτους — ἀπόλυτος loosed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτων — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτῳ — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”